- ντρόπιασμα
- το [ντροπιάζω]το αποτέλεσμα τού ντροπιάζω, ταπείνωση, προσβολή, εξευτελισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεζίλεμα — το, Ν [ρεζιλεύω] 1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα 2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα 3. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
εντράπημα(ν) — ἐντράπημα(ν), το (Μ) αυτό για το οποίο ντρέπεται κανείς, ντροπή, ντρόπιασμα, καταισχύνη … Dictionary of Greek
εντρόπιασμα — και ντρόπιασμα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εντροπιάζω, ο εξευτελισμός, το καταντρόπιασμα, η ταπείνωση … Dictionary of Greek
καταισχύνη — η (Μ καταισχύνη) [καταισχύνω] μεγάλη αισχύνη, ντρόπιασμα, ρεζίλεμα … Dictionary of Greek
κηλίδωση — η (Μ κηλίδωσις) [κηλιδώ] λέρωμα, ρύπανση νεοελλ. μτφ. ντρόπιασμα, ατίμασμα, σπίλωση («η κηλίδωση τής υπόληψής του») … Dictionary of Greek
πόμπιασμα — και πόμπιεμα, το, Ν [πομπιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πομπιάζω, διαπόμπευση, ντρόπιασμα … Dictionary of Greek
ατίμωση — η ντρόπιασμα, ατιμασμός: Αυτοκτόνησε αντί να παραδοθεί, γιατί πίστευε πως η αιχμαλωσία ήταν ατίμωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάνα — η 1. η πρασινωπή σκουριά στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. το άσπρο επίχρισμα της γλώσσας από αρρώστια ή δίψα. 3. η μουντζούρα: Γέμισε γάνες καθώς έβγαζε το τσουκάλι από τη φωτιά. 4. το ντρόπιασμα, το ρεζίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόμπιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πομπιάζω, ντρόπιασμα, ρεζίλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)